Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεβιάθαν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεβιάθαν
<
ελληνιστική κοινή
Λευιάθαν
<
εβραϊκή
לויתן
/
לווייתן
(livyatán:
φάλαινα
,
λεβιάθαν
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεβιάθαν
αρσενικό
άκλιτο
(
μυθολογία
)
θαλάσσιο
τέρας
(
μεταφορικά
) (
σπάνιο
)
κολοσσιαίο
,
τερατώδες
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Λεβιάθαν (αποσαφήνιση)
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεβιάθαν
αγγλικά
:
leviathan
(en)
εβραϊκά
:
לויתן
(he)