κολοσσιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακολοσσιαίο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κολοσσιαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κολοσσιαίος
Δείτε επίσης : Κολοσσαίο |
κολοσσιαίο