λαπαροσκοπικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαπαροσκοπικά < λαπαροσκοπικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαλαπαροσκοπικά
- με λαπαροσκοπικό τρόπο, με λαπαροσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαπαροσκοπικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαλαπαροσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαπαροσκοπικός