Δείτε επίσης: Κόξα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόξα λέξη του 7ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική coxa

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόξα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (ανατομία) γοφός, ισχίο
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 146, (145-146), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.183 @archive.org
    ἀκόμη τὸ ὑπέρπυρον, τὸ ἐκράτειες ἀῤῥεβῶνα,
    κρατεῖς το εἰς τὴν κόξαν σου, ποσῶς οὐκ ἀπολεῖς το,
  2. (ανατομία) το πίσω μέρος του γονάτου
    ※  τέλος 15ου αιώνα - Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ. 423 (423-425)
    καὶ ᾿σπρίσασιν τὰ γένεια του κ' ᾑ κόξαις του κυρτάνα·
    ἡ ἡλικιά του στράβωσε καὶ περπατεῖ περβάντα·
    πεντῆντα 'ξῆντα 'ναι χρονῶν, καὶ λέγει κ᾿ ἔναι τριάντα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία