κυριαρχικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κυριαρχικά < κυριαρχικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κυριαρχικά
- με κυριαρχικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυριαρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κυριαρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυριαρχικός