Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κυριαρχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυριαρχώ
  2. θα κυριαρχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυριαρχώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κυριαρχήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κυριάρχηση