κρυπτογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακρυπτογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρυπτογραφώ
- θα κρυπτογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρυπτογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακρυπτογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κρυπτογράφηση