Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεμ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.4
Ουσιαστικό
1.4.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρεμ
< (
λόγιο δάνειο
)
γαλλική
crème
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈkɾem
/
Επίθετο
επεξεργασία
κρεμ
άκλιτο
που έχει χρώμα
κρεμ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρεμ
ουδέτερο
άκλιτο
(
χρώμα
) ελαφρά
κιτρινωπό
, όπως της
κρέμας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρεμ
αγγλικά
:
cream
(en)