κρατούμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρατούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κρατούμενος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρατούμενο ουδέτερο
- (αριθμητική) κατά την πρόσθεση με πρακτικό τρόπο, ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις δεκάδες του αθροίσματος των ψηφίων μίας στήλης, ο οποίος μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη, μεγαλύτερη στήλη σαν αριθμός μονάδων
Εκφράσεις
επεξεργασία- ένα το κρατούμενο (δύο τα κρατούμενα κλπ): για να τονίσουμε και να καταχωρίσουμε, στη διάρκεια μιας ανάλυσης κάποιο στοιχείο σαν σημαντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρατούμενο
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακρατούμενο αρσενικό