Ετυμολογία

επεξεργασία
κρατούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κρατούμενος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρατούμενο ουδέτερο

  1. (αριθμητική) κατά την πρόσθεση με πρακτικό τρόπο, ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις δεκάδες του αθροίσματος των ψηφίων μίας στήλης, ο οποίος μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη, μεγαλύτερη στήλη σαν αριθμός μονάδων

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ένα το κρατούμενο (δύο τα κρατούμενα κλπ): για να τονίσουμε και να καταχωρίσουμε, στη διάρκεια μιας ανάλυσης κάποιο στοιχείο σαν σημαντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κρατούμενο αρσενικό

  1. αιτιατική ενικού του κρατούμενος