Ετυμολογία

επεξεργασία
κούννα < κοῦννα < κώνος / ιταλικά: conno / λατινικά: cuneus[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούννα θηλυκό

  1. (κυπριακά)
    1. η τροφή μέσα στους καρπούς [2]
    2. ψίχα, πυρήνας, το κουκούτσι καρπού (όπως αμυγδάλου, καρυδιού)
      ⮡  κούννα αμυγδάλου
    3. (μεταφορικά) άτριχος]
      ※  (Ο άνδρας) Θέλω να είναι φυσικός με τις τρίχες του. Αν είναι αυτός ‘κούννα’ και μου βλαστήσει εμένα καμία τρίχα, θα ντρέπομαι μετά. (Μερικές το προτιμούν... τριχωτό (13 γυναίκες μάς λένε πώς προτιμούν τον άντρα), city.sigmalive.com)
    4. ξηρός καρπός
    5. καθαρός, λευκός, όμορφος
      ※  Ἐξουρίσθην, ἐλούθην κι ἐγίνην κοῦννα ([1])
    6. (μεταφορικά) μυαλό (αυτό που είναι μέσα στο κεφάλι)
      ⮡  Η κούννα του είνεν λειψή (είναι ελαφρόμυαλος λήμμα από Μικρά Ασία, Λιβίσσι (Λειβίσσι), 1941, Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας)
    7. (γαστρονομία) αποφλοιωμένος
      ⮡  κουκιά κούννες (κυπριακό φαγητό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 λήμμα κοῦννα Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία, όπως αναφέρεται στο foodmuseum.cs.ucy.ac.cy
  2. «η ένδον του κελύφους των καρπών τροφή», λήμμα κούννα, Φιλολογικαί επισκέψεις των εν τω βιω των νεωτέρων Κυπρίων μνημείων των αρχαίων, τόμος 1, εκ του τυπογραφείου Νικολάου Ρουσόπουλου, 1874