Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονιορτοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος κονιορτοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κονιορτοποιούμαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία