κονεσέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονεσέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική connaisseur < connaître + -eur < λατινική cognosco
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονεσέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονεσέρ
κονεσέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο