κονέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακονέ < (άμεσο δάνειο) αγγλική connection ή (άμεσο δάνειο) γαλλική connaissance με αποκοπή της κατάληξης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονέ ουδέτερο άκλιτο
- (αργκό) η γνωριμία
- έκανα ένα φοβερό κονέ σήμερα, με τον ανηψιό του Τάδε
- (αργκό) η διαμεσολάβηση
- θα μου κάνει ένα κονέ να γνωρίσω τον υπουργό
- (αργκό) το μέσο, τα μέσα, οι κατάλληλες γνωριμίες
- έχει τα κονέ του
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονέ
|