κομπωμένος
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κομπώνω (με επιθετική λειτουργία)
Μετοχή
επεξεργασίακομπωμένος, -η, -ον
- ψεύτικος, απατηλός
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Γ, στίχ. 453 (453-454)
- Κ' ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Αγάπη κομπωμένη,
άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη;
- Κ' ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Αγάπη κομπωμένη,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Γ, στίχ. 453 (453-454)
- «φαντασμένος»
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- κομπωμένη (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού θηλυκού γένους)
Πηγές
επεξεργασία- κομπώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κομπώνω σελ.248, Τόμος 8 & σελ.249, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.