Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κομπώνω (με επιθετική λειτουργία)

κομπωμένος, -η, -ον

  1. ψεύτικος, απατηλός
    ※  16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Γ, στίχ. 453 (453-454)
    Κ' ίντα φωτιά ήψε στην καρδιά μιά Αγάπη κομπωμένη,
    άφαντη, και προσωρινή, και καταφρονεμένη;
  2. «φαντασμένος»

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • κομπωμένη (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού θηλυκού γένους)