Ετυμολογία

επεξεργασία
κολχόζ < (άμεσο δάνειο) ρωσική колхоз < коллективное хозяйство (kollektívnoje xozjájstvo, συνεταιριστικό αγρόκτημα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολχόζ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία