κολχόζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολχόζ < (άμεσο δάνειο) ρωσική колхоз < коллективное хозяйство (kollektívnoje xozjájstvo, συνεταιριστικό αγρόκτημα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολχόζ ουδέτερο άκλιτο
- συνεταιριστικό αγρόκτημα στη Σοβιετική Ένωση