kolkhoze
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρωσική λέξη.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kolkhoze | kolkhozes |
kolkhoze (fr) και kolkhoz αρσενικό
- κολχόζ, στην τέως ΕΣΣΔ, γεωργικός συνεταιρισμός
Ρωσική λέξη.
ενικός | πληθυντικός |
kolkhoze | kolkhozes |
kolkhoze (fr) και kolkhoz αρσενικό