κοιλαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοιλαίνω < αρχαία ελληνική κοιλαίνω < κοῖλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈle.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακοιλαίνω (παθητική φωνή: κοιλαίνομαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοίλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοιλαίνω | κοίλαινα | θα κοιλαίνω | να κοιλαίνω | κοιλαίνοντας | |
β' ενικ. | κοιλαίνεις | κοίλαινες | θα κοιλαίνεις | να κοιλαίνεις | κοίλαινε | |
γ' ενικ. | κοιλαίνει | κοίλαινε | θα κοιλαίνει | να κοιλαίνει | ||
α' πληθ. | κοιλαίνουμε | κοιλαίναμε | θα κοιλαίνουμε | να κοιλαίνουμε | ||
β' πληθ. | κοιλαίνετε | κοιλαίνατε | θα κοιλαίνετε | να κοιλαίνετε | κοιλαίνετε | |
γ' πληθ. | κοιλαίνουν(ε) | κοίλαιναν κοιλαίναν(ε) |
θα κοιλαίνουν(ε) | να κοιλαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοίλανα | θα κοιλάνω | να κοιλάνω | κοιλάνει | ||
β' ενικ. | κοίλανες | θα κοιλάνεις | να κοιλάνεις | κοίλανε | ||
γ' ενικ. | κοίλανε | θα κοιλάνει | να κοιλάνει | |||
α' πληθ. | κοιλάναμε | θα κοιλάνουμε | να κοιλάνουμε | |||
β' πληθ. | κοιλάνατε | θα κοιλάνετε | να κοιλάνετε | κοιλάνετε | ||
γ' πληθ. | κοίλαναν κοιλάναν(ε) |
θα κοιλάνουν(ε) | να κοιλάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοιλάνει | είχα κοιλάνει | θα έχω κοιλάνει | να έχω κοιλάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κοιλάνει | είχες κοιλάνει | θα έχεις κοιλάνει | να έχεις κοιλάνει | ||
γ' ενικ. | έχει κοιλάνει | είχε κοιλάνει | θα έχει κοιλάνει | να έχει κοιλάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοιλάνει | είχαμε κοιλάνει | θα έχουμε κοιλάνει | να έχουμε κοιλάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κοιλάνει | είχατε κοιλάνει | θα έχετε κοιλάνει | να έχετε κοιλάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοιλάνει | είχαν κοιλάνει | θα έχουν κοιλάνει | να έχουν κοιλάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοιλαίνω
|