Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιλαίνω < αρχαία ελληνική κοιλαίνω < κοῖλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈle.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λαί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

κοιλαίνω (παθητική φωνή: κοιλαίνομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία