Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιμονό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιμονό
< (
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
着物
(kimono,
κάτι που
φορώ
)
τρεις γυναίκες με
κιμονό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κιμονό
ουδέτερο
άκλιτο
παραδοσιακό ιαπωνικό
ένδυμα
, με
μανίκια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιμονό
αγγλικά
:
kimono
(en)
γαλλικά
:
kimono
(fr)