Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιμονό < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 着物 (kimono, κάτι που φορώ)
 
τρεις γυναίκες με κιμονό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιμονό ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία