κηπευτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακηπευτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηπευτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακηπευτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κηπευτός