Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κηλιδώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηλιδώνω
  2. θα κηλιδώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηλιδώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κηλιδώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κηλίδωση