Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κηδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηδεύω
  2. θα κηδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηδεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κηδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κήδευση