κηδεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κηδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κηδεύω
- θα κηδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κηδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κηδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κήδευση