Δείτε επίσης: καύχος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
καῦχος < καυχ- + -ος (ουδέτερο) < καυχῶμαι / καυχοῦμαι (καυχιέμαι)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καύχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καῦχος ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
καῦχος < ὁ καῦκος (στη σημασία: εραστής) με τροπή [k] > [x] < ἡ καῦκα < καυκοῦμαι / καυχοῦμαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καῦχος αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία