καῦχος
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαῦχος ουδέτερο
- η καύχηση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- καῦχος < ὁ καῦκος (στη σημασία: εραστής) με τροπή [k] > [x] < ἡ καῦκα < καυκοῦμαι / καυχοῦμαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαῦχος αρσενικό
- άλλη μορφή του καῦκος: ο αγαπητικός, ο εραστής
- ※ 14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 856 (855-856) @anemi.lib.uoc.gr
- Ἀπʼ ὅντες ἤμουν κοπελιά, ὀκτὼ χρονῶν ἢ δέκα,
τὴν ἁμαρτίαν ἠγάπησα, τοὺς καύχους ἐπεθύμουν.- Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.
- Ἀπʼ ὅντες ἤμουν κοπελιά, ὀκτὼ χρονῶν ἢ δέκα,
- ※ 14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 856 (855-856) @anemi.lib.uoc.gr
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- καύχους (αιτιατική πληθυντικού)
Πηγές
επεξεργασία- καῦχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].