καυτηριάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαυτηριάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καυτηριάζω
- θα καυτηριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καυτηριάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαυτηριάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καυτηρίαση