καυλαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καυλαντίζω < καυλώνω + ? + -ίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
καυλαντίζω και καβλαντίζω
- (χυδαίο) συνομιλώ, φλερτάρω με κάποιον, χρησιμοποιώντας σεξουαλικά υπονοούμενα με σκοπό να τον ερεθίσω, επιδιώκοντας την σωματική επαφή μαζί του
Συγγενικά
Σημειώσεις
- συναφές, αλλά όχι ταυτόσημο, με το μη χυδαίο σέξτινγκ (→ δείτε τη λέξη sexting), που αφορά αποκλειστικά επικοινωνία μέσω μηνυμάτων
Δείτε επίσης
ομόηχες καταλήξεις:
Μεταφράσεις
καυλαντίζω
|