κατεπάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- κατεπάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεπάνω < κατ- + ἐπάνω
Επίρρημα
επεξεργασία
κατεπάνω
- άλλη μορφή του καταπάνω
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- κατεπάνω < όρος για το μεσαιωνικό βυζαντινό τίτλο καπετάνιος. Η λέξη κατεπάνω απαντά στα βυζαντινά κείμενα μόνον ως επίρρημα.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατεπάνω αρσενικό
- (ιστορία): ο τίτλος του πολιτικού ή στρατιωτικού διοικητή των βυζαντινών θεμάτων και στη συνέχεια των ιταλικών επαρχιών το 10ο/11o αιώνα[1]
- (ναυτικός όρος): ο κυβερνήτης πλοίου διατηρώντας εξουσία πολιτική (διοικητική) και στρατιωτική.[2]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπετάνιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κατεπάνω στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατεπάνω
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
κατεπάνω
- εναντίον
- (για εξουσία) πάνω ή σχετικά με κάποιον
- ※ του έδωσαν κάθε εξουσίαν να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού
- Σουμ(μ)άκης, Άντζολος (Άγγελος) (θάνατος 1653‑54). Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων στο: Σάθας Κ.Ν. Ελληνικά ανέκδοτα, τ. Α´, Αθήνα 1867
- ※ του έδωσαν κάθε εξουσίαν να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κατεπάνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].