κατασυκοφαντήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασυκοφαντήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασυκοφαντώ
- θα κατασυκοφαντήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασυκοφαντώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακατασυκοφαντήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατασυκοφάντηση