Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκάβω < αρχαία ελληνική κατασκάπτω < κατά + σκάπτω

κατασκάβω (παθητική φωνή: κατασκάβομαι)

  1. σκάβω παντού
  2. σκάβω σε μεγάλο βάθος
  3. (μεταφορικά) καταστρέφω από τα θεμέλια
    ※  Και καθώς αγρυπνούσα επάνω τους για να ξεριζώνω, και να κατασκάβω, και να κατεδαφίζω, και να καταστρέφω, και να καταθλίβω, έτσι θα αγρυπνήσω επάνω (μετάφραση του Ιερεμίας 31 - Παλαιά Διαθήκη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία