κατασκάβω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασκάβω < αρχαία ελληνική κατασκάπτω < κατά + σκάπτω
Ρήμα επεξεργασία
κατασκάβω (παθητική φωνή: κατασκάβομαι)
- σκάβω παντού
- σκάβω σε μεγάλο βάθος
- (μεταφορικά) καταστρέφω από τα θεμέλια
- ※ Και καθώς αγρυπνούσα επάνω τους για να ξεριζώνω, και να κατασκάβω, και να κατεδαφίζω, και να καταστρέφω, και να καταθλίβω, έτσι θα αγρυπνήσω επάνω (μετάφραση του Ιερεμίας 31 - Παλαιά Διαθήκη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κατασκαμμένος
- κατασκάπτω
- κατασκαφή
- → δείτε τις λέξεις κατά και σκάβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασκάβω
|