Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπληγώνω < μεσαιωνική ελληνική καταπληγώνω < κατά + πληγώνω

καταπληγώνω (παθητική φωνή: καταπληγώνομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία