καταναλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταναλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταναλώνω
- θα καταναλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταναλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαταναλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατανάλωση