καταλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλώ < μεσαιωνική ελληνική καταλώ < καταλύω < αρχαία ελληνική καταλύω
Ρήμα
επεξεργασίακαταλώ
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) άλλη μορφή του καταλύω, σταματάω τη νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταλώ
|