καταλογιστόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλογιστόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καταλογιστός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταλογιστόν ουδέτερο
- (νομικός όρος, λόγιο) άλλη μορφή του καταλογιστό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταλογιστόν
|