καταλεπτώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταλεπτώς < μεσαιωνική ελληνική καταλεπτώς < αρχαία ελληνική κατά + λεπτόν
Επίρρημα επεξεργασία
καταλεπτώς
- (λόγιο) χωρίς να παραλειφθεί τίποτε
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταλεπτώς
|