καταδολιευτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδολιευτικά < καταδολιευτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
καταδολιευτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδολιευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καταδολιευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταδολιευτικός