κατάστρωμα αποπροσνήωσης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάστρωμα αποπροσνήωσης < → δείτε τις λέξεις κατάστρωμα, απονήωση και προσνήωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάστρωμα αποπροσνήωσης θηλυκό, πληθυντικός καταστρώματα αποπροσνήωσης

  1. (ναυτικός όρος): το ανώτερο κατάστρωμα των αεροπλανοφόρων και ελικοπτεροφόρων
  2. (ναυτικός όρος): οποιοδήποτε κατάστρωμα προσέγγισης ελικοπτέρου πλοίων και ναυπηγημάτων (όπως σε πλωτές εξέδρες εξόρυξης)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία