καρφωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακαρφωτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρφωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρφωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρφωτό
καρφωτά
|
καρφωτά