Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτάνα θηλυκό

  1. (ιατρική) ελώδης πυρετός
  2. το ένα τέτατρο
  3. (για γυναίκα) που έχει κακό χαρακτήρα ή που δεν έχει ηθικές αναστολές
  • καρτάνα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτάνα < (άμεσο δάνειο) λατινική quartana

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτάνα θηλυκό (και σήμερα στην Κύπρο ως ιδιωματικό)