Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρστ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρστ
< (
άμεσο δάνειο
)
γερμανική
Karst
<
σλοβενική
Kras
(περιοχή στη
Σλοβενία
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρστ
ουδέτερο
άκλιτο
(
γεωλογία
)
πέτρωμα
που
διαλύεται
εύκολα στο
νερό
Συγγενικά
επεξεργασία
καρστικός
καρστικοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρστ
αγγλικά
:
karst
(en)