καρατομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαρατομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καρατομώ
- θα καρατομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καρατομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαρατομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρατόμηση