Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καματιά < (καῦμα) < κάμα + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καματιά θηλυκό

  • πόνος, καημός
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 11, στ. 7 (στίχοι 5-8) @georgakas.lit.auth.gr
    ἀμμέ, μὲ δίχως περισσὰ ν’ ἀργήσω,
    ξυπνώντα ποῖκα στρέμμα στὴν κυράν μου·
    ἐδίπλασα ξανὰ τὴν καματιάμ μου
    καὶ πάλε πεθυμῶ νὰ ξηψυχήσω.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία