καλωδιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλωδιώνω < καλώδιο + -ώνω < αρχαία ελληνική καλῴδιον, υποκοριστικό του κάλως
Ρήμα
επεξεργασίακαλωδιώνω (παθητική φωνή: καλωδιώνομαι)
- (νεολογισμός) τοποθετώ καλώδια ή ενώνω με καλώδιο (ηλεκτρισμού ή τηλεπικοινωνιών)
Συγγενικά
επεξεργασία- καλωδιωμένος
- καλωδίωση
- → δείτε τη λέξη καλώδιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλωδιώνω | καλωδίωνα | θα καλωδιώνω | να καλωδιώνω | καλωδιώνοντας | |
β' ενικ. | καλωδιώνεις | καλωδίωνες | θα καλωδιώνεις | να καλωδιώνεις | καλωδίωνε | |
γ' ενικ. | καλωδιώνει | καλωδίωνε | θα καλωδιώνει | να καλωδιώνει | ||
α' πληθ. | καλωδιώνουμε | καλωδιώναμε | θα καλωδιώνουμε | να καλωδιώνουμε | ||
β' πληθ. | καλωδιώνετε | καλωδιώνατε | θα καλωδιώνετε | να καλωδιώνετε | καλωδιώνετε | |
γ' πληθ. | καλωδιώνουν(ε) | καλωδίωναν καλωδιώναν(ε) |
θα καλωδιώνουν(ε) | να καλωδιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλωδίωσα | θα καλωδιώσω | να καλωδιώσω | καλωδιώσει | ||
β' ενικ. | καλωδίωσες | θα καλωδιώσεις | να καλωδιώσεις | καλωδίωσε | ||
γ' ενικ. | καλωδίωσε | θα καλωδιώσει | να καλωδιώσει | |||
α' πληθ. | καλωδιώσαμε | θα καλωδιώσουμε | να καλωδιώσουμε | |||
β' πληθ. | καλωδιώσατε | θα καλωδιώσετε | να καλωδιώσετε | καλωδιώστε | ||
γ' πληθ. | καλωδίωσαν καλωδιώσαν(ε) |
θα καλωδιώσουν(ε) | να καλωδιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλωδιώσει | είχα καλωδιώσει | θα έχω καλωδιώσει | να έχω καλωδιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλωδιώσει | είχες καλωδιώσει | θα έχεις καλωδιώσει | να έχεις καλωδιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλωδιώσει | είχε καλωδιώσει | θα έχει καλωδιώσει | να έχει καλωδιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλωδιώσει | είχαμε καλωδιώσει | θα έχουμε καλωδιώσει | να έχουμε καλωδιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλωδιώσει | είχατε καλωδιώσει | θα έχετε καλωδιώσει | να έχετε καλωδιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλωδιώσει | είχαν καλωδιώσει | θα έχουν καλωδιώσει | να έχουν καλωδιώσει |
|