Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καληώρα < φράση «καλή ώρα», (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καληώρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈo.ɾa/ & /kaˈʎo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λη‐ώ‐ρα

  Επίρρημα επεξεργασία

καληώρα

  • (προφορικό) π.χ., όπως, σαν
    ※  Ένα ρέμα με πλατάνια, καληώρα σαν κι αυτό, ξεκινάει απ' το βουνό και καταλήγει στη θάλασσα. (Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Σαν το μετάξι, 1996)

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καληώρα < φράση «καλήν ὥραν»

  Επίρρημα επεξεργασία

καληώρα

  Πηγές επεξεργασία