καλαμάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαμάριν < αρχαία ελληνική κάλαμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαμάριν ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- καλαμαρίτσιν (υποκοριστικό)