Ετυμολογία

επεξεργασία
καινοτομέω < καινοτόμος < καινός + τέμνω

καινοτομέω-καινοτομῶ

  1. (για ορυχεία) σκάβω για να ανοίξω μια νέα φλέβα
  2. (μεταφορικά) αρχίζω κάτι νέο