καθέκαστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθέκαστα < ελληνιστική από συναρπαγή των: καθ' ἕκαστα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθέκαστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα συγκεκριμένα στοιχεία ή περιστατικά που συγκροτούν μία ενότητα ή ένα γεγονός
- κάτσε να μας πεις τα καθέκαστα