Ετυμολογία

επεξεργασία
καθέκαστα < ελληνιστική από συναρπαγή των: καθ' ἕκαστα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθέκαστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία