κάνω αμάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίακάνω αμάν
- (συχνά ως αρνητικό σχόλιο) λαχταράω, επιδιώκω διακαώς, συχνά χωρίς να τα καταφέρνω να το απολαύσω
- ⮡ κάνει αμάν για προβολή στα ΜΜΕ
- ≈ συνώνυμα: κάνω κρα, ψοφάω, τρελαίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω αμάν
→ δείτε τη λέξη λαχταράω |