ισοσταθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαισοσταθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοσταθμίζω
- θα ισοσταθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοσταθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαισοσταθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ισοστάθμιση