ιδιωτικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιωτικοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαιδιωτικοποιώ
- μετατρέπω μια δημόσια επιχείρηση σε ιδιωτική
- η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ και πούλησε ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών του σε γερμανική εταιρεία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδιωτικοποιώ | ιδιωτικοποιούσα | θα ιδιωτικοποιώ | να ιδιωτικοποιώ | ιδιωτικοποιώντας | |
β' ενικ. | ιδιωτικοποιείς | ιδιωτικοποιούσες | θα ιδιωτικοποιείς | να ιδιωτικοποιείς | (ιδιωτικοποίει) | |
γ' ενικ. | ιδιωτικοποιεί | ιδιωτικοποιούσε | θα ιδιωτικοποιεί | να ιδιωτικοποιεί | ||
α' πληθ. | ιδιωτικοποιούμε | ιδιωτικοποιούσαμε | θα ιδιωτικοποιούμε | να ιδιωτικοποιούμε | ||
β' πληθ. | ιδιωτικοποιείτε | ιδιωτικοποιούσατε | θα ιδιωτικοποιείτε | να ιδιωτικοποιείτε | ιδιωτικοποιείτε | |
γ' πληθ. | ιδιωτικοποιούν(ε) | ιδιωτικοποιούσαν(ε) | θα ιδιωτικοποιούν(ε) | να ιδιωτικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδιωτικοποίησα | θα ιδιωτικοποιήσω | να ιδιωτικοποιήσω | ιδιωτικοποιήσει | ||
β' ενικ. | ιδιωτικοποίησες | θα ιδιωτικοποιήσεις | να ιδιωτικοποιήσεις | ιδιωτικοποίησε | ||
γ' ενικ. | ιδιωτικοποίησε | θα ιδιωτικοποιήσει | να ιδιωτικοποιήσει | |||
α' πληθ. | ιδιωτικοποιήσαμε | θα ιδιωτικοποιήσουμε | να ιδιωτικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ιδιωτικοποιήσατε | θα ιδιωτικοποιήσετε | να ιδιωτικοποιήσετε | ιδιωτικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ιδιωτικοποίησαν ιδιωτικοποιήσαν(ε) |
θα ιδιωτικοποιήσουν(ε) | να ιδιωτικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιδιωτικοποιήσει | είχα ιδιωτικοποιήσει | θα έχω ιδιωτικοποιήσει | να έχω ιδιωτικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιδιωτικοποιήσει | είχες ιδιωτικοποιήσει | θα έχεις ιδιωτικοποιήσει | να έχεις ιδιωτικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιδιωτικοποιήσει | είχε ιδιωτικοποιήσει | θα έχει ιδιωτικοποιήσει | να έχει ιδιωτικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδιωτικοποιήσει | είχαμε ιδιωτικοποιήσει | θα έχουμε ιδιωτικοποιήσει | να έχουμε ιδιωτικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιδιωτικοποιήσει | είχατε ιδιωτικοποιήσει | θα έχετε ιδιωτικοποιήσει | να έχετε ιδιωτικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδιωτικοποιήσει | είχαν ιδιωτικοποιήσει | θα έχουν ιδιωτικοποιήσει | να έχουν ιδιωτικοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδιωτικοποιούμαι | ιδιωτικοποιούμουν | θα ιδιωτικοποιούμαι | να ιδιωτικοποιούμαι | ||
β' ενικ. | ιδιωτικοποιείσαι | ιδιωτικοποιούσουν | θα ιδιωτικοποιείσαι | να ιδιωτικοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ιδιωτικοποιείται | ιδιωτικοποιούνταν | θα ιδιωτικοποιείται | να ιδιωτικοποιείται | ||
α' πληθ. | ιδιωτικοποιούμαστε | ιδιωτικοποιούμασταν ιδιωτικοποιούμαστε |
θα ιδιωτικοποιούμαστε | να ιδιωτικοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ιδιωτικοποιείστε | ιδιωτικοποιούσασταν ιδιωτικοποιούσαστε |
θα ιδιωτικοποιείστε | να ιδιωτικοποιείστε | ιδιωτικοποιείστε | |
γ' πληθ. | ιδιωτικοποιούνται | ιδιωτικοποιούνταν | θα ιδιωτικοποιούνται | να ιδιωτικοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδιωτικοποιήθηκα | θα ιδιωτικοποιηθώ | να ιδιωτικοποιηθώ | ιδιωτικοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ιδιωτικοποιήθηκες | θα ιδιωτικοποιηθείς | να ιδιωτικοποιηθείς | ιδιωτικοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ιδιωτικοποιήθηκε | θα ιδιωτικοποιηθεί | να ιδιωτικοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ιδιωτικοποιηθήκαμε | θα ιδιωτικοποιηθούμε | να ιδιωτικοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ιδιωτικοποιηθήκατε | θα ιδιωτικοποιηθείτε | να ιδιωτικοποιηθείτε | ιδιωτικοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ιδιωτικοποιήθηκαν ιδιωτικοποιηθήκαν(ε) |
θα ιδιωτικοποιηθούν(ε) | να ιδιωτικοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ιδιωτικοποιηθεί | είχα ιδιωτικοποιηθεί | θα έχω ιδιωτικοποιηθεί | να έχω ιδιωτικοποιηθεί | ιδιωτικοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ιδιωτικοποιηθεί | είχες ιδιωτικοποιηθεί | θα έχεις ιδιωτικοποιηθεί | να έχεις ιδιωτικοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ιδιωτικοποιηθεί | είχε ιδιωτικοποιηθεί | θα έχει ιδιωτικοποιηθεί | να έχει ιδιωτικοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδιωτικοποιηθεί | είχαμε ιδιωτικοποιηθεί | θα έχουμε ιδιωτικοποιηθεί | να έχουμε ιδιωτικοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ιδιωτικοποιηθεί | είχατε ιδιωτικοποιηθεί | θα έχετε ιδιωτικοποιηθεί | να έχετε ιδιωτικοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδιωτικοποιηθεί | είχαν ιδιωτικοποιηθεί | θα έχουν ιδιωτικοποιηθεί | να έχουν ιδιωτικοποιηθεί |