Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θημωνιάζω < μεσαιωνική ελληνική θημωνιάζω < θημωνιά + -άζω < (ελληνιστική κοινήθημωνιά < αρχαία ελληνική θημών < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

  Ρήμα επεξεργασία

θημωνιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία