θεοκρατικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοκρατικά < θεοκρατικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαθεοκρατικά
- με θεοκρατικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεοκρατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθεοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θεοκρατικός