Ετυμολογία

επεξεργασία
θαφτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου *θαφτικός στον πληθυντικό < μεσαιωνική ελληνική θάβω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαφτικά ουδέτερο στον πληθυντικό (και σήμερα σε χρήση)